κουδαρίτικα

κουδαρίτικα
Συνθηματική γλώσσα των χτιστών (κουδαραίων) της Ηπείρου και ορισμένων περιοχών της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, δεν αποτελούν ιδιαίτερη γλώσσα ή διάλεκτο, αλλά απλώς αποτελούνται από διάφορες ελληνικές και ελάχιστες βλάχικες λέξεις. Εκείνοι που τις προφέρουν δίνουν διαφορετικό νόημα από το πραγματικό. Τα κ. δημιουργήθηκαν από τους χτίστες, προκειμένου να συνεννοούνται την ώρα της δουλειάς χωρίς να γίνονται κατανοητοί από τους άλλους, κυρίως από τον εργοδότη τους. Εκτός από την Ήπειρο, ομιλούνται επίσης στην περιοχή της Σιάτιστας, του Διδυμότειχου κ.α.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουδαρίτικος — και κουδαρίστικος και (στη Σκιάθο) κουδίτικος, η, ο [κούδαρος] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουδαρίτικα ή κουδαρίστικα η συνθηματική γλώσσα τών κουδάρων ή κουδαραίων, τών πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων τής Ηπείρου, κυρίως από την Κόνιτσα και τα… …   Dictionary of Greek

  • κούδαρος — και κούδαρης, ο, και (στη Σκιάθο) κούδας, ονομ. πληθ. κουδαραίοι (στα κουδαρίτικα) πλανόδιος οικοδόμος, κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με διαλεκτικό τ. τής Μακεδονίας Ηπείρου κούδα, η «μεγάλη γενιά, συγγενολόι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”